- τσάλαχο
- το, Νθόρυβος, φασαρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαγος, με τροπή τού σ- σε τσ- (πρβλ. συρίζω < τσυρίζω) και τού -γ- σε -χ- και με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσαλαπατώ — Ν 1. ποδοπατώ, καταστρέφω κάτι ποδοπατώντας το («βγήκε τρέχοντας έξω και τσαλαπάτησε ό,τι βρήκε μπροστά του») 2. εξευτελίζω, στραπατσάρω, τσαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πατώ, έχουν, όμως, διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον… … Dictionary of Greek